- βωλίον
- βωλίον, τό, Dim. of βῶλος, Ar.V.203, Arist.Mir.833b14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βωλίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλία — βωλίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλίου — βωλίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλί — και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον) μικρός βώλος χώματος νεοελλ. μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι] … Dictionary of Greek